|
του Βασίλη Σάκκου 24-02-06 Dead Weight Ένα ύφασμα που σε προστατεύει από την υγρασία στην επιφάνεια του εδάφους και σου εξασφαλίζει τουλάχιστον στεγνό ύπνο, σίγουρα μπορεί να φανεί χρήσιμο. Το τί είδους όνειρα θα έρθουν, όμως, δεν είναι κάτι που μπορεί να εξασφαλίσει κανείς και τίποτα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '90, ο Dave Mazzucchelli αποφάσισε να απομακρυνθεί από τον χώρο των mainstream comics. Ως συνεργάτης του Frank Miller, στα DAREDEVIL: BORN AGAIN και BATMAN: YEAR ONE, άφησε το στίγμα του σε δύο εκ των σημαντικότερων στιγμών για Marvel και DC, αντίστοιχα. Οι ιστορίες, όμως, που επρόκειτο να δημοσιεύσει εκτός του πλέγματος των μεγάλων εταιρειών, ήταν αυτές που τον βοήθησαν να κάνει την πραγματική υπέρβαση σε επίπεδο αφήγησης, αισθητικής και τεχνοτροπίας. Τα τρία τεύχη του RUBBER BLANKET, που κυκλοφόρησε ο Mazzucchelli υπό τη μορφή ανεξάρτητης ανθολογίας από το 1991 έως το 1994 επηρέασαν αρκετούς δημιουργούς, με την διαφορετικότητα που τα διακρίνει. Πραγματικά, νιώθει κανείς ξεφυλλίζοντας τα, πως ο Mazzucchelli, είχε τόσο μεγάλη ανάγκη να αποκτήσει την καλλιτεχνική του ανεξαρτησία, που η δουλειά του αποκτά τη μορφή χειμαρρώδους εξομολόγησης. Όσα έχει να πει, εκφράζονται με τόσο εσωστρεφή και σχεδόν αυτιστικό τρόπο, ώστε προκαλεί έκπληξη ο σχεδόν βίαιος αντίκτυπος που έχουν στις αισθήσεις. Από το μεγάλο format, έως τα logos και πάνω από όλα τον χρωματισμό των σελίδων, όλα τα στοιχεία του RUBBER BLANKET τονίζουν τη θεαματική αποχώρηση από τα mainstream δεδομένα. Χαράζοντας τον δικό του ξεχωριστό δρόμο στα νέο-μελαγχολικά μονοπάτια των Clowes, Seth και Ware, o Mazzucchelli εκφράζει τις δικές του ανησυχίες, όπως αυτές διαγράφονται στη ραχοκοκαλιά του πρώτου τεύχους. Στο "Near Miss", ο Steven γυρνάει στο σπίτι του, πανικόβλητος, κάθιδρος, έχοντας μάθει κάτι το συγκλονιστικό. Ένας μετεωρίτης παραλίγο να συγκρουστεί με τη γη. Ο μηχανισμός αυτοανάφλεξης έχει ήδη σημάνει στο μυαλό του και χωρίς πολλά λόγια, εγκαταλείπει τον πολιτισμό, για να ηρεμήσει στην καρδιά ενός φαραγγιού. Μέσα στον παροξυσμό του, νιώθει πως αγγίζει την ουλή μιας κοπέλας που θυμίζει ένα χάραγμα στο σπήλαιο όπου βρίσκει καταφύγιο. Την δίνη της σαμανιστικής σχεδόν, αναζήτησής του, έρχεται να διακόψει το βουητό ενός πολεμικού αεροσκάφους. Ο φόβος επιστρέφει και ο πολιτισμός είναι κάτι που δεν μπορεί να ξεριζώσει από μέσα του, με τίποτα. Με λιγοστές λέξεις και τη διχρωμία που χαρακτηρίζει και τις υπόλοιπες σελίδες του τεύχους, ο Mazzucchelli σμιλεύει εικόνες παράνοιας από την απτή, γρανιτένια επιφάνεια μιας συμβατικής πραγματικότητας. Το φαράγγι και η οδήγηση μέσα στην έρημο, είναι εικόνες που δε χρειάζονται την slide guitar του Ry Cooder, για να μεταδώσουν τον τόνο απελπισίας που θέλει να δώσει ο Mazzucchelli, ο οποίος και διαπερνά και τις υπόλοιπες σελίδες. Στο "Beyond The Last Pier" , η έννοια της φυγής από μια καταπιεστική ύπαρξη είναι και πάλι αισθητή με τις λέξεις του Mazzucchelli να δένουν απόλυτα με το σουρεαλιστικό σκίτσο του Richmond Lewis. H διχρωμία είναι και πάλι ευεργετική, καθώς συναισθήματα που κοχλάζουν κάτω από έναν υπερβολικά λεπτό υμένα κοινωνικών συμβάσεων και προσχημάτων, κατορθώνουν και ξεχειλίζουν σε κύματα σάπια, πηχτών γραμμών. Το πλάσμα που προσπαθεί να απελευθερωθεί από ένα κλουβί, αποτινάσσει δέρματα επιτήδευσης, σε μια μανιασμένη προσπάθεια αναγέννησης. Θαμμένες ελπίδες και καταπιεσμένες επιθυμίες, βρίσκουν καταφύγιο σε μια λυτρωτικά αθώα όσο και βασανιστική, ομοιοκαταληξία:
Tέλος, στο "Dead Dog", τα χρώματα ντύνουν μια φθινοπωρινή ελεγεία για τον γυμνό, χαμένο χρόνο. Η γιαγιά του Carl αργοπεθαίνει, θαμμένη ανάμεσα σε φωτογραφίες νεκρών στιγμών. Ξεψυχάει, κρατώντας την φωτογραφία του νεκρού της σκύλου. "Who would want a picture of a dead woman's dog?". Ο Carl την θάβει και γεμίζει το λάκκο με τις φωτογραφίες. Η μητέρα του δε θυμάται πολλά πράγματα. Συνειδητοποιεί μόνο ότι οι μέρες συρρικνώνονται κι ότι ο χρόνος πεθαίνει μαζί με την μητέρα της. Δεν θυμάται αν ο Carl είναι γιος ή αδερφός της. Ένας χείμαρρος αναμνήσεων την πνίγει. Ο χρόνος τη συνθλίβει καθώς συσπάται. Ο Carl μονολογεί, με την μακάβρια κυνικότητα και το άδειο βλέμμα ενός Gregor Samsa: "you know, to kill time means to engage in some easy or amusing that will keep us from getting bored while we wait for something to happen... but, in fact, we actually do kill time by doing that." Στο τέλος, η μητέρα του μένει μόνη της κρατώντας την φωτογραφία ενός νεκρού σκύλου, με τα υγρά που εκκρίνει ένας επιθανάτιος σπασμός, να την περιβάλλουν. Σκόνη κι ένα άδειο δωμάτιο. Το βλέμμα της αδειάζει όπως αυτό του Carl:
MUSICA TV TORMENT
|
||
pictopia breeds... archive | email the author | author's profile back to top |
||
|home|about us|downloads|contact|oldies|events| The artwork cannot be reproduced in any form without the written consent of the artist and/or publisher. Trade Names and trademarks mentioned and/or displayed on this Web Site are the property of their respective owners. All Rights Reserved. This page is best viewed at 1024x768 or higher with Mozilla Firefox 2.0.0.4 Certified on Mozilla Firefox 2.0.0.4+ or IE 6+ Powered by vi |